Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2012

Αναμνήσεις των Χριστουγέννων.

Ήταν περασμένες 12. Ένα λευκό πέπλο είχε καλύψει τα πάντα. Ήταν το χιόνι που έπεφτε αδιάλειπτα από το απόγευμα.Κάτι στην ατμόσφαιρα όμως με διαβεβαίωνε πως κάτι ιδιαίτερο είχε αυτή η ημέρα. Ίσως ήταν το χιόνι ή η ανάμνηση που συσκότιζε το μυαλό μου.
Περπατούσα μέσα σε ένα χιονισμένο μονοπάτι. Το κρύο παγερό μα δε μπορούσα να σταματήσω-δε ξέρω γιατί. Ίσως ήταν η ανάμνηση που γυρόφερνε το μυαλό μου. Και το κερί της λάμπας όλο και σκοτείνιαζε-μα και πάλι δε μπορούσα να σταματήσω.
Τα δέντρα ψιθύριζαν-σιιγοτραγουδούσαν μια παλιά μελωδία. Μια γνωστή-παλιά μελωδία. Και το χιόνι κάλυπτε τα πάντα. Όλα είχαν κρυφτεί υπό την κυριαρχία του άσπρου χιονιού. Οι ψίθυροι των δέντρων γίνονταν όλο και περισσότερο εντονότεροι και το φως όλο και μειωνόταν. Μα εγώ συνέχισα να περπατάω.
Αναμνήσεις θολές. Συναισθήματα άδεια. Μα εγώ συνέχισα να περπατάω. Φοβάμαι μα το σκοτάδι με καλεί. Τα δέντρα φώναζαν να σταματήσω. Ψιθύριζαν και φώναζαν να γυρίσω πίσω. Μα η περιέργεια μου, με ανάγκαζε να προχωρήσω. Ήθελα να μάθω γιατί το σκοτάδι με αναζητά. Ήταν η ανάμνηση- μια θολή σκηνή που βασάνιζε το μυαλό μου.
Το πρωί θα κάλυπτε τα χνάρια μου- μα εγώ βάδιζα όλο και πιο πολύ μέσα στο δάσος- στο σκοτεινό και χιονισμένο δάσος. Τι με καλέι άραγε; Είναι η ανάμνηση ή το σκοτάδι; Και τα δέντρα κουνούσαν τα κλαδιά τους και φύσηξαν άνεμο τρανό-να φοβηθω και να φύγω.
Μα εγώ προχωρούσα και ένιωθα πως έφτανα. Μια ανατριχίλα ακούμπησε το παγωμένο μου σώμα. Μα εγώ προχωρούσα.
Το μέρος γνώριμο- η εποχή οικεία και εγώ συνέχιζα να περπατάω. Μήπως έχω ξανάρθει εδώ; Που είμαι; Κοιτάζω γύρω μου. Η σιωπή και το χιόνι κάλυψαν το δάσος. Τα δέντρα ηρέμησαν. Και εγώ σταμάτησα- έπεσα στα γόνατα- η λάμπα έσπασε- το φως έπαψε να υπάρχει- μα εγώ έβλεπα πια καθαρά. Ήθελα να φύγω, ήθελα να τρέξω! Μα να πάω που; Και ποιος θα με αναζητήσει;
Η ανάμνηση ολοφάνερη και οι ψίθυροι δυνατοί. Άκουγα πια ξεκάθαρα τι τραγουδούσαν. Ένα σιωπηλό τραγούδι- το θρήνο των ξεχασμένων. Εκείνων που είναι αναγκασμένοι να βιώνουν το τέλος τους λεπτό προς λεπτό.
Σηκώθηκα και άρχισα να περπατάω. Ήταν περασμένες 12. Και το χιόνι είχε καλύψει τα πάντα.